- ἐπιδεκτική
- ἐπιδεκτικόςcapable of containingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
κάθαρση (τραγική) — Όρος που αναφέρεται στο αίσθημα οίκτου και ελέους που προξενούν στους θεατές τα παθήματα του ήρωα μιας θεατρικής τραγωδίας.Στην αριστοτελική φιλοσοφία η έννοια της κ. έλαβε ακριβή αισθητική σημασία, που αφορά τη δραματική μορφή και έχει την… … Dictionary of Greek
κλειτορίδα — η μικρή σαρκώδης γλωσσίδα που εξέχει μέσα στο πάνω μέρος του γυναικείου αιδοίου και είναι επιδεκτική στύσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)